Ξηρομερίτικα Παραμύθια: Της αλεπούς τα ψέματα και το σωγαμπριλίκι

Επιμέλεια: Τιμολέων Ντέμος, Φοιτητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Στα χωριά, μετά τον γάμο η νύφη έφευγε από το πατρικό της και πήγαινε να ζήσει στο σπίτι του γαμπρού, στο ίδιο ή σε άλλο χωριό. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όμως γινόταν το αντίθετο και ο γαμπρός, ο επονομαζόμενος “σώγαμπρος”, πήγαινε στο πατρικό της νύφης. Έτσι οι σώγαμπροι γίνονταν και αντικείμενο πειράγματος αρκετές φορές και στα πλαίσια αυτού υπήρχε και το παρακάτω παραμύθι με την αλεπού και τον σκαντζόχοιρο:


Μια αλεπού και ένας σκαντζόχοιρος είχαν πιάσει κουμπαριά και, σαν ήρθε ο καιρός των σταφυλιών, έμπαιναν κάθε μέρα στο ίδιο αμπέλι και το ρήμαζαν. Ένα δειλινό που γιόμισαν καλά την κοιλιά τους, κάθισαν παράμερα, έπιασαν να κουβεντιάζουν και λέει η κύρα Μάρω:

- Για πες μου κουμπάρε, τι θα κάμεις άμα σε πιάσουν, γιατί βλέπεις, καψερέ, δεν έχεις ογλήγορα ποδάρια όπως η αφεντιά μου;

- Ε!, κάπως θα τα καταφέρω, ξέρω και δύο τρία ψέματα˙ αμ εσύ, κουμπάρα τι θα κάμεις αν πατήσεις το δόκανο*;

- Α! Μην λογαριάζεις για μένα κουμπάρε μου, άσε που δεν πατώ σε δόκανο, μα κι αν το πατήσω, τρία σάκια ψέματα ξέρω και έτσι δεν έχω φόβο.

Και κυλούσαν οι μέρες με φαγοπότι και κουβέντα ώσπου, απ’ τα πολλά καμώματα, χραπ! και την πιάνει το δόκανο την κυρά. Σκούζει, φωνάζει, χτυπιέται, εδώ κουμπάρε βοήθα να γλιτώσω και ό,τι θέλεις από μένα. Πες μου ένα ψέμα, γιατί πάνε τα δικά μου, τα ξέχασα!

- Κάμε πως είσαι ψόφια και μόλις ζυγώσει ο νοικοκύρης, ρίξε του μια πορδή να βρωμίσεις όλο τον τόπο γύρω. Αυτός θα νομίσει πως ψόφησες και θ’ ανοίξει το δόκανο για να σε πετάξει.

Έτσι έγινε και ο καημένος ο νοικοκύρης τ’ αμπελιού, με το που ανοίγει το δόκανο, βλέπει την κυρα-Μάρω να φεύγει μα και να τον περιγελά και από πάνω.

- Πού θα μου πας; Κάποτε θα σε ξαναπιάσει και τότε θα τα πούμε, είπε ο αμπελουργός κι έφυγε για το χωριό. Σε κανα δυο μέρες πιάνεται στο δόκανο ο σκαντζόχοιρας, ο κακομοίρης! Σκούζει κι αυτός, με τη σειρά του φωνάζει της κουμπάρας να βοηθήσει, μα εκείνη καθόταν παραπέρα και γέλαγε με του κουμπάρου το πάθημα.

Έρχεται κι ο νοικοκύρης, τον βγάζει από το δόκανο και ετοιμάζεται να τον πάρει μαζί του στο χωριό.

- Μη μου το κάνεις αυτό αφεντικό, γιατί είμαι φαμελίτης. Εξάλλου εγώ για την οχιά φύλαγα και κόλλησαν απάνω μου οι ρώγες, που τις είχε ρίξει η αλεπού.

- Άιντε, σου το χαρίζω, λέει ο νοικοκύρης και τον αφήνει να φύγει.

Πέρασαν πάλι κανα δυο μέρες και να τηνε η παρέα ένα απομεσήμερο. Η κυρα-Μάρω, ψάξε από ‘δω, ψάξε από ‘κει βρήκε, το δόκανο και άρχίνησε να γελά.

- Να ιδείς, κουμπάρε πως το πηδώ και δεν φοβάμαι! Άμα σου κρατεί, πήδα κι εσύ.

- Εγώ, κουμπάρα, ξέρεις, δεν μπορώ να πηδήσω, μα έχε το νου σου μην και πιαστείς από τα τέσσερα!

Όμως αυτή το χαβά της, πήδαγε και ξαναπήδαγε και γέλια και χαρές, ώσπου, απ’ τα πολλά, παραπατάει και χραπ!, τη μαγκώνει για καλά τώρα το δόκανο.

-Εδώ κουμπάρε, και χάνομαι! Μα τώρα ήταν η σειρά του να γελάσει κι εκείνος.

Έρχεται και ο νοικοκύρης, τη δένει για καλά την κυρά, την κουβαλά σβαρνώντας στο χωριό κι εκεί την κρεμά και αρχίζει να τηνε γδέρνει ζωντανή.

Εκείνη την ώρα κάποιος την ρώτησε:

- Ε! Πώς τα περνάς τώρα κυρά;

- Από σώγαμπρος καλύτερα περνάω, απάντησε.


Έτσι βγήκε η παροιμία:

Η αλεπού και γδαρμένη ζωντανή κι απ’ το σώγαμπρο καλύτερα”


Με αυτόν τον τρόπο ο λαός έφτιαχνε τις ιστορίες και τα πειράγματά του μέσα από την καθημερινή ζωή και έτσι κατέγραψε το παραμύθι αυτό ο λαογράφος Γεράσιμος Παπατρέχας στο βιβλίο “Ακαρνανικά παραμύθια”.


*παγίδα


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις